σκορπιός

σκορπιός
I
(Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά είναι πρώτου μεγέθους και ονομάζεται Αντάρης ή Καρδιά. Πολλά αστέρια του αστερισμού είναι διπλά. Στον αστερισμό υπάρχουν σημαντικά νεφελώματα και σμήνη αστεριών.
Παράσταση του αστερισμού του Σκορπιού, με πολλούς διπλούς και καινοφανείς αστέρες.
II
Μικρό νησί στα ανατολικά παράλια της Λευκάδας και στα βόρεια του Μεγανησιού (έκταση 5 τ. χλμ., 7 κάτ.). Έχει υψόμετρο 57 μ. και ακτές που σχηματίζουν μικρούς όρμους. Στα βορειοδυτικά περιβάλλεται από ρηχά νερά, που απλώνονται ως 450 μ. από τις ακτές. Διοικητικά υπάγεται στην κοινότητα Σπαρτοχωριού της Λευκάδας. Το νησί είναι ιδιοκτησία της εφοπλιστικής οικογένειας Ωνάση, μαζί με το μικρότερο νησί Σκορπίδι. Οι ιδιοκτήτες έχουν κάνει εκεί σημαντικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα στις οποίες είναι το λιμάνι, χώρος προσγείωσης μικρών αεροπλάνων, διάφορα οικήματα καθώς επίσης πλουτίστηκαν και η πανίδα και η χλωρίδα του νησιού.
Το νησί Σκορπιός κοντά στη Λευκάδα.
* * *
ο / σκορπίος, ΝΜΑ, και σκροπιός Ν
1. αρθρόποδο αραχνίδιο, τυπικό τής τάξης σκορπιοί, που φέρει στο άκρο τής ουράς του δηλητηριώδες κεντρί τού οποίου το τσίμπημα είναι, συχνά, θανατηφόρο (α. «ούρλιαξε λες και τόν τσίμπησε σκορπιός» β. «ὥσπερ ἔχις ἢ σκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον», Δημοσθ.)
2. είδος ψαριού συγγενικού με τη σκορπίνα, αλλά μικρότερο σε μήκος, με σκούρο καστανό χρώμα και κιτρινωπά στίγματα, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορπίδι
3. είδος αγκαθωτού φυτού
4. ως κύριο όν. Σκορπιός και Σκορπίος
αστρον. α) αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου, όγδοος κατά σειρά στον ζωδιακό κύκλο, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών τού Βωμού, τού Νότιου Στεφάνου τού Οφιούχου, τού Ζυγού, τού Λύκου, τού Κανόνος και τού Τοξότη
β) αστρολ. το όγδοο σύμβολο τού ζωδιακού κύκλου
γ) μυθ. έντομο το οποίο φόνευσε, μετά από διαταγή τής Αρτέμιδος ή τής Γης, τον Ωρίωνα
νεοελλ.
ναυτ.
1. ανθεκτική ξύλινη ή σιδερένια δοκός τού σκελετού τών πλοίων που συγκρατεί τις πλάκες τής πλώρης ή τής πρύμνης, αλλ. πόστες
2. φρ. «σέ χτυπάει σαν σκορπιός»
μτφ. λέγεται για πικρόχολο και δηκτικό άνθρωπο
μσν.-αρχ.
(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) πολεμική μηχανή για την εκτόξευση βελών, είδος καταπέλτη
αρχ.
είδος πλοκής τών μαλλιών τών παιδιών, κρωβύλος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από μεσογειακή γλώσσα, δεδομένου ότι τόσο το αραχνίδιο, όσο και το ψάρι σκορπίος ζουν σε θερμές περιοχές. Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *sqer-b- «ξύνω γρατζουνίζω». Προβλήματα, επίσης, γεννά η τεχνική σημ. τής λ. «πολεμική μηχανή για την εκτόξευση βελών» (από όπου τα σκορπίζω, σκόρπισις, σκορπισμός, σκόρπιος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scorpio, -ius) και η Ρωσική (πρβλ. ρωσ. skorpij)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκορπιός — σκορπιός, ο και σκροπιός, ο 1. είδος ζώου που ανήκει στα αραχνοειδή αρθρόποδα: Τον τσίμπησε σκορπιός. 2. είδος ψαριού. 3. είδος πολεμικής μηχανής των Ρωμαίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκορπιός — Σκορπιός, ο και Σκροπιός, ο αστερισμός του ζωδιακού κύκλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόρπιος, -ια, -ιο — και σκρόπιος, ια, ιο επίρρ. ια σκορπισμένος: Τα βιβλία τα είχε σκόρπια πάνω στο γραφείο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορπίος — scorpion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκορπίε — σκορπίος scorpion masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίοι — σκορπίος scorpion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίους — σκορπίος scorpion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”